συγχρωτίζομαι — συγχρωτίζομαι, συγχρωτίστηκα, συγχρωτισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγχρωτίζομαι — ΝΜΑ (αμτθ.) βρίσκομαι ή έρχομαι σε στενή σχέση με κάποιον, συναγελάζομαι, τόν συναναστρέφομαι μσν. (σχετικά με σαρκική μίξη) συνευρίσκομαι, σμίγω ερωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρωτίζομαι «μεταδίδω» (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα»)] … Dictionary of Greek
συγχρωτιζόμενον — συγχρωτίζομαι to be in pres part mp masc acc sg συγχρωτίζομαι to be in pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχρωτισθῆναι — συγχρωτίζομαι to be in aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχρωτίζεσθαι — συγχρωτίζομαι to be in pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχρωτίζεται — συγχρωτίζομαι to be in pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχρωτίζοιτο — συγχρωτίζομαι to be in pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυγχρώτιστος — η, ο [συγχρωτίζομαι] αυτός που δεν συγχρωτίζεται με άλλον ή άλλους, ο ακοινώνητος … Dictionary of Greek
συγχρωτισμός — ο, Ν [συγχρωτίζομαι] συναναστροφή, στενή σχέση … Dictionary of Greek
συμφύρω — ΝΜΑ 1. αναμιγνύω άτακτα, ζυμώνω μαζί, ανακατώνω (α. «ψυχὴ συμπεφυρμένη μετὰ κακοῡ», Πλάτ. β. «αἷμα δ ἐξ ἄκρου ἔσταξε κρατὸς συμπεφυρμένον πυρί», Ευρ.) 2. μτφ. (με κακή σημ.) συγχρωτίζομαι, συναγελάζομαι μσν. συνευρίσκομαι ερωτικά («Οἰδίπους τῇ… … Dictionary of Greek